ὀνομαστικῶς

ὀνομαστικῶς
ὀνομαστικός
skilful at naming
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ονομαστικός — ή, ό (ΑΜ ὀνομαστικός, ή, όν) [ονομαστός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα («ονομαστική εορτή») 2. το θηλ. ως ουσ. η ονομαστική γραμμ. η πρώτη και βασική πτώση τών κλιτών μερών τού λόγου η οποία λέγεται έτσι επειδή από αυτήν ονομάζονται… …   Dictionary of Greek

  • ενωνύμως — ἐνωνύμως (Μ) επίρρ. ονομαστικώς, ένα ένα …   Dictionary of Greek

  • επίκληση — η (AM ἐπίκλησις) [επικαλώ] έκκληση για βοήθεια, παράκληση για συνδρομή με προσευχή, ικεσία, επίκληση τού ονόματος («ἐπίκλησις δαιμόνων», Δίων Κάσσ.) μσν. κατά τη θεία λειτουργία η αναφορά τού ονόματος τού προσώπου που τιμάται αρχ. 1. παρατσούκλι …   Dictionary of Greek

  • κλήδην — (Α) επίρρ. ονομαστικώς, με το όνομα, κατ όνομα («κλήδην εἰς ἀγορὴν κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλη (πρβλ. ἐ κλή θην, παθ. αόρ. τού καλῶ), που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή βαθμίδα klē τής αρχικής δισύλλαβης ρίζας… …   Dictionary of Greek

  • προσεννέπω — Α (ποιητ. τ.) 1. προσφωνώ, προσαγορεύω 2. χαιρετίζω («Χείρωνα προσέννεπε φωνᾷ», Πίνδ.) 3. ικετεύω, παρακαλώ 4. προτρέπω 5. φρ. «προσεννέπειν τινά τι» καλώ κάποιον με το όνομά του, ονομαστικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐνέπω / ἐννέπω «διηγούμαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”